- καμπανάρος
- ὁβλ. καμπανάρης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καμπανάρης — και καμπανάρος, ο (Μ καμπανάρης) 1. κωδωνοκρούστης, ιδίως μοναστηριού 2. γεν. νεωκόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμπάνα + κατάλ. άρης*, πρβλ. αλογ άρης, τραπεζ άρης ο τ. καμπανάρος από μεταπλασμό τού καμπανάρης κατά τα ουσ. σε ος] … Dictionary of Greek